Δημήτριον

Δημήτριον
Δημ/ητριος
masc acc sg
Δημήτριος
of
masc/fem acc sg
Δημήτριος
of
neut nom/voc/acc sg
Δημήτριος
of
masc acc sg
Δημήτριος
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… …   Православная энциклопедия

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • ЗИХИЯ — [Зикхия; греч. Ζιχία, Ζηχία, Ζικχία, Ζηκχία, Ζιγχία], историческая область на сев. вост. берегу Чёрного м., на территории совр. Краснодарского края. Один из древнейших регионов распространения христианства в совр. России. С юго запада З.… …   Православная энциклопедия

  • επιρραπίζω — ἐπιρραπίζω (AM) [ραπίζω] ραπίζω, χτυπώ με ραβδί μσν. στηλιτεύω, χτυπώ αρχ. 1. «ἐπιρραπίζω τὸ πῡρ» σβήνω τη φωτιά με ραβδισμούς 2. μτφ. επιπλήττω, ονειδίζω («ἐπερράπισε Δημήτριον τὸν Φαληρέα σὺν τῇ πήρᾳ τῶν ἄρτων», Αθήν.) 3. χτυπώ με ειρωνεία,… …   Dictionary of Greek

  • προσενυφαίνω — Α [ἐνυφαίνω] υφαίνω ή κεντώ ανάμεσα κάτι επιπροσθέτως («ὁ... πέπλος ᾧπερ ἐψηφίσαντο μετὰ τοῡ Διὸς καὶ τῆς Ἀθηνᾶς προσενυφῆναι Δημήτριον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …   Dictionary of Greek

  • Αμιρούτζης — Επώνυμο μεγάλης οικογένειας της Τραπεζούντας, που άκμασε τον 15o αι. Τα κυριότερα μέλη της είναι: 1. Αλέξανδρος. Μετά την άλωση της Τραπεζούντας (1461) οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα στην Αδριανούπολη. Εξισλαμίστηκε και… …   Dictionary of Greek

  • Φθιώτιδες Θήβαι (-ες) — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστές δύο αρχαίες πόλεις της Μαγνησίας: η μία βρίσκεται κοντά στο σημερινό χωριό Μικροθήβες, στην οδό Βόλου Αλμυρού, περίπου 4 χλμ. από την κωμόπολη Νέα Αγχίαλο· η άλλη βρίσκεται στη Νέα Αγχίαλο. Η πρώτη, που είναι… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”